καταμωλωπίζω

καταμωλωπίζω
(Α καταμωλωπίζω)
μωλωπίζω κάποιον σε όλο του το σώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταμωλωπίζω — cover with weals pres subj act 1st sg καταμωλωπίζω cover with weals pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμωλωπίζουσιν — καταμωλωπίζω cover with weals pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταμωλωπίζω cover with weals pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμωλωπίσεις — καταμωλωπίζω cover with weals aor subj act 2nd sg (epic) καταμωλωπίζω cover with weals fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμωλωπισμός — ο [καταμωλωπίζω] η καταμωλώπιση …   Dictionary of Greek

  • καταμωλώπιση — η (Μ καταμωλώπισις) [καταμωλωπίζω] η πρόκληση πολλών μωλώπων στο σώμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”